- μπαϊλιάτζο
- μπαϊλιάτζο και παλιάτζο, τὸ (Μ)1. διοίκηση, διακυβέρνηση από τον μπαΐλο2. το αξίωμα τού μπαΐλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bailliage < bailli < baillir «διοικώ» (πρβλ. μσν. λατ. balliagia)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.